σκοταδιστής

σκοταδιστής
ο
αυτός που επιδιώκει να αποκρύψει την αληθινή γνώση, αυτός που διακρίνεται για το αντιπροοδευτικό του πνεύμα: Στην Ακαδημία επικράτησε τελικά η άποψη των σκοταδιστών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκοταδιστής — ο, Ν 1. αυτός που καλύπτει ή προσπαθεί να καλύψει με σκοτάδι την αληθινή γνώση, που είναι αντίθετος με την πνευματική καλλιέργεια, που επιδιώκει τη διατήρηση τού πνεύματος στην άγνοια 2. μτφ. αυτός που έχει πολύ συντηρητικές απόψεις. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σκοταδιστικός — ή, ό, Ν [σκοταδιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκοταδισμό και στον σκοταδιστή 2. αυτός που φέρνει ή που επιδιώκει τον σκοταδισμό, που έρχεται σε αντίθεση με την πνευματική καλλιέργεια. επίρρ... σκοταδιστικά Ν με τρόπο σκοταδιστικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”